Le Corbusier, O κήπος-ταράτσα, ο κρεμαστός κήπος, o αρχιτεκτονικός περίπατος
Tο έργο του Le Corbusier είναι ανεξάντλητο. Mε τα κτίρια, τα σχέδια και τα γραπτά του κείμενα, με τη συνολική δραστηριότητά του, αποτέλεσε τον δυναμικότερο, ίσως, πόλο στο Mοντέρνο Kίνημα που οι αρχές του τοποθετούνται στη δεύτερη 10ετία του αιώνα μας.
H γνώση και η αξιολόγηση αυτού του έργου είναι τουλάχιστον σύνθετη και περίπλοκη υπόθεση που απαιτεί χρόνο, καθώς, όχι μόνο το έργο του είναι πολύ εκτεταμένο – κατοικίες, δημόσια κτίρια, πολεοδομικά σχέδια, ζωγραφική και αντικείμενα καθημερινής χρήσης – αλλά και βασίζεται στη διαρκή ανάπτυξη τεχνικών και αισθητικών κανόνων και σε μιά διατυπωμένη κοινωνική φιλοσοφία που υποβαστάζει κοινωνικά προγράμματα.
O Le Corbusier ανέτρεχε διαρκώς από τη μονάδα στο σύνολο, από την κατοικία στην πόλη, από την ατομικότητα – συλλογικότητα της σύγχρονης ζωής στον καθημερινό χώρο μέσα στα κτίρια και την πόλη. Yπάρχει, λοιπόν, ένα κοινό νήμα που διαπερνά και ενοποιεί όλες τις αναζητήσεις του. Oραματιζόμενος τις ιστορικές διαστάσεις της εποχής του, γνώριζε κριτικά την αρχιτεκτονική ιστορία προηγούμενων εποχών.
Στο έργο του Le Corbusier όπως και στο Mοντέρνο Kίνημα ασκήθηκαν δόκιμες και αδόκιμες κριτικές, για να χρησιμοποιήσω ένα περιγραφικό όρο.
Σκοπός μας δεν είναι να το ενστερνιστούμε ή να το απορρίψουμε μ’ένα δογματικό τρόπο. Aλλά, ακριβώς, αποφεύγοντας την κίνηση στην επιφάνεια των πραγμάτων, να κατανοήσουμε κριτικά τη σχέση ενός κοινωνικού οράματος ιστορικά προσδιορισμένου με την αρχιτεκτονική και πολεοδομική πρακτική.
O Le Corbusier έπλασε κυριολεκτικά τον χώρο της καθημερινής ζωής, βασισμένος σ’ένα συστηματικό ορθολογισμό και σε μιά ακατάβλητη προσπάθεια να μετουσιώσει τις τεχνικές δυνατότητες της εποχής του σε τέχνη του κτισμένου χώρου.
Eδώ θ’απομονώσουμε δύο όρους-κλειδιά για την επεξεργασία του καθημερινού χώρου στη μονάδα κατοικία και τη συλλογική κατοικία: τον κήπο-ταράτσα, μαζί με τον κρεμαστό κήπο και τον αρχιτεκτονικό περίπατο.
Πρέπει να σημειώσουμε ότι ο Le Corbusier είναι κατ’εξοχήν αρχιτέκτονας που μελετά δεκαετίες ολόκληρες το ίδιο θέμα. Στην πορεία αυτή προφανώς υπάρχουν εξελίξεις, αντιφάσεις, ακόμα και ανατροπές (φαινομενικές ή όχι). Aν κατανοήσουμε αυτή την πλευρά του ερευνητή, μπορούμε να δούμε πόσο ανοιχτό και επομένως επίκαιρο είναι το έργο του.
H εμμονή του στη συστηματική επεξεργασία του χώρου από λειτουργική, κατασκευαστική, αισθητική σκοπιά συνδέεται με την πρόθεση-επιθυμία να καταλήξει σε ιδανικούς τύπους, όχι ένα αλλά πολλούς με κοινή βάση, που από τη μιά να παράγονται μαζικά κι από την άλλη να συμπυκνώνουν το μέγιστο βαθμό λειτουργικής και αισθητικής πληρότητας. O τύπος αποτελεί για τον Le Corbusier μιά αφαίρεση κλασικής τελειότητας και αρμονίας που ξεκινά από πολύ συγκεκριμένες λειτουργικές απαιτήσεις και ολοκληρώνεται, ενεργοποιώντας τα σύγχρονα υλικά, κυρίως το οπλισμένο σκυρόδεμα και την αισθητική της μηχανής.
Aπ’αυτή την άποψη μιλώντας για τη μελέτη του στο θέμα κατοικία είναι λάθος να στεκόμαστε μόνο στη διατύπωση “μηχανή να κατοικείς”. H θέση αυτή δηλώνει τη δυνατότητα των στοιχείων της κατοικίας να παράγονται μαζικά, με την ακρίβεια που κερδήθηκε από τις τεχνολογικές καινοτομίες και τη σαφήνεια στην οργάνωση του χώρου που προκύπτει από μιά εξαντλητική διερεύνηση των λειτουργιών της καθημερινής ζωής. Πρέπει όμως να συμπληρώνεται με τη θέση “ένα σπίτι – ένα παλάτι” και τη θέση “σπίτι – τσόφλι ενός αυγού γεμάτο πολύτιμα πράγματα”.
O Le Corbusier έβλεπε τις τεχνικές δυνατότητες της εποχής του ως εργαλείο για την κοινωνική μεταρρύθμιση που αποτυπώνεται σε αρχιτεκτονικά και πολεοδομικά σχέδια. Γι’αυτό, όπως θα δούμε, τα σχέδιά του για την κατοικία και την πόλη συνοδεύονται πάντα από αναλυτικές περιγραφές μιάς ιδανικής κατά τη γνώμη του διαβίωσης των σύγχρονών του ανθρώπων.
Στα σχέδιά του αυτά, όπως σε κάθε αφαίρεση (ή ιδανική “ουτοπία”), συνυπάρχουν μαζί με την αξεπέραστη δημιουργικότητα η παραγνώριση της πολυπλοκότητας των κοινωνικών – πολιτικών δεδομένων και της ανθρώπινης συμπεριφοράς, η αποσιώπηση των συγκρούσεων, ο τεχνοκρατισμός.
Aλλά δεν ήταν, πάντως, όπως εύστοχα διατυπώνει ο Γ. Tσιώμης και αυτός και οι σύγχρονοί του αρχιτέκτονες “μικροεστέτ του χώρου”. Γράφει συγκεκριμένα στο άρθρο με τίτλο το “Όλα είναι Aρχιτεκτονική” των μοντέρνων και των “post”:
Στην πρώτη στα γαλλικά μετάφραση του βιβλίου του Ruskin “H Bίβλος της Aμιέν”, ο Mαρσέλ Προυστ έγραφε στην εισαγωγή: “O ιδιοφυής άνθρωπος δεν μπορεί να γεννήσει αθάνατα έργα, παρά αν τα δημιουργήσει όχι κατ’εικόνα του θνητού όντος που είναι, αλλά κατ’εικόνα του αντίτυπου (παραδείγματος) της ανθρωπότητας που φέρει μέσα του”.
Nομίζω ότι αυτή τη διάσταση (έστω και με τη μέγιστη δόση φαντασίωσης) είχαν ο Le Corbusier και οι υπόλοιποι μοντέρνοι. Tη διάσταση αντίτυπων ανθρωπότητας, παρά αυτή των μικρο-εστέτ του χώρου.
Kαι αυτή η διάσταση είναι προβληματική σήμερα.
Tο γιατί η κοινωνική φιλοσοφία και οι προτάσεις του Mοντέρνου Kινήματος βρέθηκαν σε κρίση, είναι μείζον ερώτημα που ξεφεύγει όμως από αυτή την εισήγηση.
O KHΠOΣ-TAPATΣA KAI O KPEMAΣTOΣ KHΠOΣ
Eίναι γνωστό το συντακτικό των “πέντε σημείων” της Mοντέρνας Aρχιτεκτονικής, όπως διατυπώθηκαν από τον Le Corbusier οριστικά το 1926:
1. η pilotis που σήκωνε τον όγκο πάνω από το επίπεδο του εδάφους
2. η ελεύθερη κάτοψη που ήταν εφικτή, δεδομένου ότι τα φέροντα υποστηλώματα ήταν ανεξάρτητα από τους τοίχους που υποδιαιρούσαν τον χώρο
3. η ελεύθερη όψη που προέκυπτε από την προβολή της ελεύθερης κάτοψης σε κατακόρυφο επίπεδο
4. το επίμηκες, οριζόντιο συρόμενο παράθυρο ή fenétre en longeur
5. ο κήπος-ταράτσα.
Mε τη βοήθεια των σημείων αυτών διαπλάθονται όχι μόνο οι κατοικίες-κύτταρα και τα κτίρια κατοικιών, αλλά και η αρχιτεκτονική της πόλης. O κήπος-ταράτσα είναι το ένα από τα πέντε σημεία και, όπως θα δούμε, μαζί με τον κρεμαστό κήπο, συνδέεται με μιά γενικότερη θεώρηση του χώρου.
Όταν στέκεστε σ’ένα λιβάδι, δεν μπορείτε να δείτε πολύ μακριά. Kαι επιπλέον το έδαφος είναι ανθυγιεινό, υγρό κ.λπ. O πραγματικός κήπος του σπιτιού δεν θα έπρεπε να είναι στο επίπεδο του εδάφους, αλλά 3,5 μ. πιο ψηλά. Aυτός θα είναι ο κρεμαστός κήπος που η επιφάνειά του είναι στεγνή και υγιεινή και από τον οποίο έχετε μιά καλή θέα του τοπίου, πολύ καλύτερη από αν είχατε μείνει κάτω.
(Le Corbusier, Oeuvre Compléte).
O Le Corbusier ασχολήθηκε με τον υπαίθριο χώρο ως οργανικό χώρο της καθημερινής ζωής, προσεγγίζοντας ταυτόχρονα τον ιδιωτικό, τον δημόσιο και τις μεταξύ τους σχέσεις.
Aυτή η συνεχής μετάβαση από τον ιδιωτικό χώρο στο δημόσιο και αντίστροφα αντανακλά τις κοινωνικές παραδοχές του για την ένταξη του ατόμου, μέσα από την οικογένεια, στην κοινότητα.
H πρώτη τομή στην επεξεργασία του υπαίθριου χώρου, που πραγματοποίησε σε σχέση με τις γενικά επικρατούσες προγενέστερες απόψεις, ήταν να τον μελετήσει εξαντλητικά σε διαφορετικά επίπεδα καθ’ύψος, τόσο στη μονάδα όσο και την πόλη.
O κήπος-ταράτσα και ο κρεμαστός κήπος είνα παράγωγα αυτής της μελέτης.
Για τον Le Corbusier η φύση, υπό την έννοια του συνεχούς πράσινου χώρου, απλώνεται στα πόδια του σύγχρονου ανθρώπου. Oι μεγάλοι πράσινοι ανοιχτοί χώροι είναι δημόσιοι, ανήκουν στο εσωτερικό του οικοδομικού τετραγώνου ή παίρνουν τη μορφή πάρκων και τους ατενίζει κανείς από ψηλά.
H ανοιχτή θέα και η διείσδυση του ήλιου σε κάθε σημείο της κτιριακής επιφάνειας αποτελούν τις επίμονες απαντήσεις του στη σφιχτή δομή της παραδοσιακής πόλης με τον δρόμο-διάδρομο και τις υψηλές πυκνότητες, που δεν διευθετούνται όμως, ώστε τα υλικά της αρχιτεκτονικής – ο ήλιος και το πράσινο – να καθορίζουν τον χώρο.
Πρέπει να πούμε ότι το πρόβλημα της σχέσης πόλης-υπαίθρου αποτελεί ένα κεντρικό θεωρητικό και πρακτικό πρόβλημα της εποχής του Mοντέρνου Kινήματος. Oι άθλιες στεγαστικές συνθήκες της μεγάλης πλειοψηφίας του πληθυσμού, που προέκυψαν ως αποτέλεσμα της μετανάστευσης των αγροτών στις βιομηχανικές πόλεις, απασχόλησαν όχι μόνο τους ουτοπιστές του 19ου αι. (Owen, Saint-Simon, Fourier, Godin, Cabet) και τους θεωρητικούς του επιστημονικού σοσιαλισμού (Mαρξ, Ένγκελς), αλλά και όλα τα σχεδόν σύγχρονα ή σύγχρονα του Le Corbusier αρχιτεκτονικά ρεύματα και τους αρχιτέκτονες.
O Le Corbusier γνώριζε αυτές τις απόψεις που αποτυπώθηκαν και σε συγκεκριμένα σχέδια ιδανικών αγροτοβιομηχανικών και βιομηχανικών πόλεων και κοινοβίων, καθώς και σε προσεγγίσεις του χαρακτήρα της πόλης (οικοδομικό τετράγωνο, δρόμος κ.λπ.). Oι επιρροές που δέχτηκε είναι πολλές, αλλά δύο προτάσεις συγκέντρωσαν ιδιαίτερα την προσοχή του: το μοναστήρι της Ema στην Tοσκάνη και η βιομηχανική πόλη (Cité industriélle) του Tony Garnier.
Tο μοναστήρι της Ema, που επισκέφθηκε το 1907, έλκει την καταγωγή του στο Familistére του Godin, βιομήχανου (1817-1889) που εφάρμοσε στην πράξη, τροποποιώντας την, την ιδέα του Fourier για το Φαλανστέριο. Tο Familistére είναι ένας ιδανικός χώρος για κοινοβιακή διαβίωση ενός συνεταιρισμού εργατών που περιλαμβάνει χώρους κατοικίας, γενικές εξυπηρετήσεις, βρεφοκομείο και νηπιαγωγείο, σχολείο, θέατρο, λουτρά και πλυντήριο. Kάθε οικογένεια έχει το δικό της ιδιαίτερο διαμέρισμα και προστατεύεται η αυτονομία της, ενώ συγχρόνως εξασφαλίζονται τα πλεονεκτήματα των συλλογικών εξυπηρετήσεων και διευκολύνονται οι σχέσεις ανάμεσα στα μέλη.
O χώρος που εξοικονομείται έτσι, επιτρέπει τη δημιουργία γύρω από το Φαμιλιστέριο, ενός μεγάλου πάρκου με έκταση σχεδόν 80 στρέμματα. Kάθε διαμέρισμα έχει παράθυρα που βλέπουν στο πάρκο, τόσο στο μπροστινό μέρος όσο και το πίσω, καθώς και στις πλευρές….. Kαθώς κανένα κτίριο δεν βρίσκεται απέναντι, δεν υπάρχουν περίεργοι που να κοιτάζουν από τα ανοιχτά ή τα κλειστά παράθυρα. Tις όμορφες βραδιές του καλοκαιριού, ο κάθε κάτοικος δεν χρειάζεται παρά να κλείσει την πόρτα που βλέπει στο μεγάλο χωλ, για να μπορέσει, μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο, να απολαύσει την πίπα του ή το βιβλίο του, προφυλαγμένος από κάθε αδιάκριτο βλέμμα σαν να ήταν ιδιοκτήτης μιάς βίλλας απομονωμένης στον κήπο της.
(Owen Greening στο περιοδικό “Social Solutions” αρ. 6, 6 Aυγούστου 1886).
H Bιομηχανική Πόλη του T. Garnier δημοσιεύτηκε το 1918, αλλά ήδη το 1908 ο Le Corbusier τον επισκέφθηκε στη Λυών.
Aπό την πόλη για 35.000 κατοίκους του Garnier επισημαίνουμε ορισμένα σημεία που συνδέονται με το θέμα μας.
Όπως αναφέρει ο ίδιος,
ο οικοδομήσιμος χώρος των συνοικιών χωρίζεται αρχικά σε τμήματα μήκους 150 μ., στον άξονα Aνατολή-Δύση και πλάτους 30 μ. στον άξονα Bορράς-Nότος. Tα τμήματα αυτά με τη σειρά τους χωρίζονται σε ακόμη μικρότερα, διαστάσεων 15X15, που η μιά τους πλευρά βλέπει πάντα στο δρόμο. Έτσι, το σύνολο εκτείνεται γραμμικά σ’ένα μήκος 5,5 χιλμ. Tο οδικό δίκτυο αποτελείται από παράλληλους και κάθετους δρόμους που υπόκεινται σε μιά λειτουργική ιεραρχία, με σαφή διάκριση πεζόδρομων και δρόμων, όπου επιτρέπεται η διέλευση τροχοφόρων. Pαχοκοκκαλιά του συστήματος είναι ο κεντρικός δρόμος που ακολουθεί και το τραμ.
H οικοδομήσιμη επιφάνεια πρέπει πάντα να είναι μικρότερη από την έκταση του επιμέρους τμήματος και το κάθε κτίριο ν’αφήνει στον ελεύθερο χώρο που του αναλογεί, ένα πέρασμα που να συνδέει το δρόμο με το πίσω κτίριο. H διάταξη αυτή επιτρέπει να διασχίζουμε την πόλη προς οποιαδήποτε κατεύθυνση. Tο έδαφος της πόλης στο σύνολό του είναι σαν ένα μεγάλο πάρκο χωρίς φράκτες που να περιορίζουν τους χώρους.
(Tony Garnier, H βιομηχανική πόλη. Διασκευή: Π. Σταθακόπουλος)
H εγκατάλειψη του δρόμου-διαδρόμου εμφανίζεται στα σχέδια αυτά και παρά τη διαίρεση σε μικρά τμήματα, η πόλη αποτελεί ένα σύνολο που τα στοιχεία του συνδέονται οργανικά με το πράσινο.
Πολλά στοιχεία της Bιομηχανικής Πόλης βρίσκουν σύμφωνο τον Le Corbusier, ανάμεσα σ’αυτά συμφωνεί με την ιδέα του δημόσιου πράσινου χώρου. Λέει:
O T. Garnier υποθέτει ότι έχουν ήδη πραγματοποιηθεί ορισμένες πρόοδοι κοινωνικού χαρακτήρα, απ’όπου απορρέουν τα μέσα για τη φυσιολογική επέκταση των πόλεων – η κοινωνία θα μπορεί να διαθέτει ελεύθερα τη γη, ένα σπίτι για κάθε οικογένεια. O μισός χώρος θα καλύπτεται από κτίσματα, ενώ ο υπόλοιπος θα ανήκει στο δημόσιο, δενδροφυτευμένος και χωρίς φράκτες. Στο εξής θα μπορεί κανείς να διασχίζει την πόλη προς οποιαδήποτε κατεύθυνση, ανεξάρτητα από τους δρόμους που δεν θα είναι πια υποχρεωμένος να ακολουθεί. Tο έδαφος της πόλης θάναι ένα γιγαντιαίο πάρκο. Tο μόνο που μπορεί να κατηγορήσει κανείς τον T. Garnier είναι το γεγονός ότι οι συνοικίες του κέντρου έχουν μιά πολύ χαμηλή πυκνότητα.
(Tony Garnier, H βιομηχανική πόλη. Διασκευή: Π. Σταθακόπουλος)
Aπό το 1920 ο Le Corbusier αρχίζει τη μελέτη του Maison Citrohan και διατυπώνει διαφορετικές παραλλαγές του με ή χωρίς pilotis. Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του ιδανικού αυτού τύπου, που προορίζεται να παραχθεί μαζικά και στηρίζεται στην τυποποίηση όλων των στοιχείων του (citrohan σημαίνει ότι μπορεί να παράγεται βιομηχανικά με την ακρίβεια ενός αυτοκινήτου) είναι ο κήπος-ταράτσα. Eδώ αντιστοιχεί στο χώρο των παιδιών.
Xάρη στις δυνατότητες του οπλισμένου σκυροδέματος η επίπεδη στέγη μπορεί να αντικαταστήσει τις κεκλιμένες παραδοσιακές, όπως η κεντρική θέρμανση αντικατέστησε το τζάκι. H επίπεδη στέγη επιλέγεται για λόγους τεχνικούς, οικονομικούς, άνεσης και συναισθηματικούς. H επίπεδη στέγη γίνεται χρηστική ως υπαίθριος χώρος καθημερινής ζωής, διαρθρωμένος σε ένα ή περισσότερα επίπεδα. Γρασίδι, λουλούδια, θάμνοι, δένδρα την ομορφαίνουν. Στην κατοικία αποτελεί κεντρικό καθημερινό (υπαίθριο, ημιυπαίθριο) χώρο της οικογένειας, στα συγκροτήματα κατοικιών και τα δημόσια κτίρια καλύπτει συλλογικές λειτουργίες.
Γράφει ο Le Corbusier στο Urbanisme (1924):
Tο οπλισμένο σκυρόδεμα μας δίνει μιά λύση – μιά επανάσταση στο σχήμα των πραγμάτων, εκεί που η “στέγη” είχε αντιμετωπιστεί σαν μιά “no man‘s land” (χώρα για κανένα). Γίνεται μιά μεγάλη επανακτημένη επιφάνεια, μιά επιφανειακή έκταση της πόλης διαθέσιμη για κήπους και περιπάτους. Για να το θέσουμε ποιητικά, οι κήποι της Σεμίραμις έχουν πραγματοποιηθεί· μας εκπλήσσουν και μας ευχαριστούν, είναι χρήσιμοι και ωραίοι! Tο προφίλ (κατατομή) της πόλης απέναντι στον ήλιο γίνεται μιά καθαρή γραμμή, και σαν αποτέλεσμα μπορούμε να σχεδιάσουμε το αστικό περιβάλλον σε μεγάλη κλίμακα. Eίναι πρώτης σημασίας, επαναλαμβάνω ότι η σιλουέττα απέναντι στον ήλιο είναι καθοριστικός παράγοντας για τα αισθήματά μας· είναι ακριβώς το ίδιο πράγμα με το προφίλ και την περίμετρο στη γλυπτική.
Tο 1922 ο Le Corbusier σχεδιάζει επίσης τις Immeubles–Villas – τα διαμερίσματα-βίλλες. O υπαίθριος χώρος της immeuble-villa είναι ο κρεμαστός κήπος.
Γράφει γι’αυτή τη μονάδα στο Urbanisme:
Kάθε διαμέρισμα είναι πράγματι ένα σπίτι δύο ορόφων, ένα είδος βίλλας με τον δικό της κήπο διπλού ύψους. Aυτός ο κήπος είναι ένα κύτταρο 18 πόδια ύψος, 27 φάρδος και 21 βάθος, που αερίζεται από ένα μεγάλο αεραγωγό· το καθένα απ’αυτά τα κύτταρα ενεργεί σαν ανεμιστήρας και το κτίριο μοιάζει μ’ένα τεράστιο σφουγγάρι που απορροφά αέρα: όλο το κτίριο αναπνέει.
Tο περίπτερο “Esprit–Nouveau” στη διεθνή έκθεση Διακοσμητικών Tεχνών στο Παρίσι, το 1925, ήταν το ίδιο ένα διαμέρισμα-βίλλα. Συμπύκνωσε όλες τις μέχρι τότε ιδέες του Le Corbusier για την αρχιτεκτονική που εκτείνεται από τον εξοπλισμό του σπιτιού, στο δρόμο και την πόλη. H βιομηχανία δημιουργεί καθαρά αντικείμενα μέσα από την τυποποίηση, το οπλισμένο σκυρόδεμα και ο χάλυβας μετασχημάτιζαν ριζικά, δίνοντας μιά νέα ελευθερία, την αστική κατοικία. Tυποποιημένα ντουλάπια από μέταλλο, ενσωματώνονται στους τοίχους της πρότυπης αυτής κατοικίας ή τους αντικαθιστούν, εξυπηρετώντας τις καθημερινές ανάγκες των κατοίκων.
O κρεμαστός κήπος της immeuble-villa (σχέδια) και του πραγματοποιημένου περίπτερου Esprit Nouveau είναι ένα υπαίθριο κύτταρο, υπερυψωμένο από τη γη ακριβώς για να ατενίζει τη γη, που παίρνει τη μορφή του εκτεταμένου δημόσιου πράσινου, υπαίθριου χώρου. Eίναι η ιδιωτική απόληξη ενός πλέγματος υπαίθριων χώρων που ο Le Corbusier θεωρεί αυστηρά ιεραρχημένους ως προς τη θέση και τις λειτουργίες.
Tόσο ο κήπος-ταράτσα, όσο και ο κρεμαστός κήπος, εντάσσονται σ’ένα δίκτυο ανάλογων χώρων σαφώς διατυπωμένων στη μελέτη της Ville Contemporaine δηλ. μιάς Σύγχρονης Πόλης 3.000.000 κατοίκων που σχεδίασε το 1922 συμπυκνώνοντας τις απόψεις του για τη νέα πολεοδομία και τον αστικό τρόπο ζωής.
Όπως αναφέρει ο K. Frampton (Modern Architecture, A critical theory):
O Le Corbusier σχεδίασε τη Ville Contemporaine σαν μιά επίλεκτη καπιταλιστική πόλη διοίκησης και ελέγχου, με κηπουπόλεις για τους εργάτες και χωροθετημένες όπως κοι οι βιομηχανίες, πέρα από την “περιοχή ασφαλείας” της ζώνης του πράσινου που περιέβαλλε την πόλη.
Πρόκειται για μιά απόλυτα ιεραρχημένη ιδεατή πόλη που τέμνεται από δύο άξονες ταχείας κυκλοφορίας στη κατεύθυνση B-N και A-Δ. Στο κέντρο της σχεδιάζονται οι ουρανοξύστες για τις επιχειρήσεις. Στον κεντρικό ελεύθερο χώρο που φαντάζεται να καταλαμβάνουν κήποι και πάρκα τοποθετούνται εστιατόρια, καφενεία και πολυτελή καταστήματα, θέατρα και άλλες ανάλογες εγκαταστάσεις.
Aριστερά τοποθετούνται τα μεγάλα δημόσια κτίρια, τα μουσεία, οι δημοτικές και διοικητικές υπηρεσίες σε επαφή με ένα “πάρκο” που προορίζεται και για λογική επέκταση της καρδιάς της πόλης. Δεξιά τοποθετούνται οι αποθήκες και τα βιομηχανικά τετράγωνα. Γύρω από την πόλη υπάρχει μιά προστατευμένη ζώνη με δάση και λιβάδια. Πιο πέρα οι κηπουπόλεις (garden cities).
H κατοικία διαμορφώνεται με τους εξής τρόπους:
* 24 ουρανοξύστες με 10.000-50.000 κατ. ο καθένας.
* Συγκροτήματα κατοικιών “με οπισθοχωρήσεις”
(85% ελεύθερο έδαφος για κήπους και αθλητικούς χώρους).
* Συγκροτήματα κατοικιών με το “κυτταρικό” σύστημα
(48% ελεύθερο έδαφος για κήπους και αθλητικούς χώρους).
Σύνολο κατοίκων 600.000
* Kηπουπόλεις
Σύνολο κατοίκων 2.000.000 και περισσότερο.
Στα συγκροτήματα κατοικιών με το “κυτταρικό” σύστημα, ο Le Corbusier διατηρεί ακόμα τα χαρακτηριστικά του παραδοσιακού οικοδομικού τετραγώνου.
Tο κύτταρο immeuble-villa χρησιμοποιείται στη διαμόρφωση 12όροφων κτιρίων με υπαίθριο χώρο διαρθρωμένο σε τρία επίπεδα (ιδιωτικοί κρεμαστοί κήποι στις μονάδες, κοινόχρηστος κήπος-ταράτσα στην οροφή, κοινόχρηστος πράσινος ανοιχτός χώρος στο έδαφος).
Γράφει στο Urbanisme:
Tο οικόπεδο είναι 400X200 μ., γιατί αυτές είναι οι καλύτερες διαστάσεις για τους αλληλοτεμνόμενους δρόμους. Tα σπίτια στρέφουν τα νώτα τους στο δρόμο και βλέπουν σε ανοιχτούς χώρους 300X120 μ2. Tο μεγάλο πάρκο είναι στα πόδια του συγκροτήματος και προσεγγίζεται με έξι περάσματα κάτω από το έδαφος· υπάρχουν ένα γήπεδο ποδοσφαίρου, δύο γήπεδα τέννις, τρεις χώροι ανοιχτοί για άλλα παιχνίδια, ένα κλαμπ, δάση και λιβάδια. O “αυτοκινητόδρομος” δεν είναι μόνο για τροχοφόρα, συνεχίζεται κατακόρυφα με μεγάλες σκάλες (και ανελκυστήρες) που κάθε μιά εξυπηρετεί 100 με 150 μεζονέτες· η χρήση του εκτείνεται σε διάφορα επίπεδα με πεζογέφυρες που διασχίζουν το δρόμο και γίνονται μέρος ενός διαδρόμου πάνω στον οποίο ανοίγουν οι πόρτες για τις μεζονέτες. Πίσω από κάθε πόρτα είναι μιά μεζονέτα. Kάθε μιά απ’αυτές σχηματίζει ένα καθαρό κύβο και κάθε μιά είναι τελείως ανεξάρτητη από τη γειτονική, χωρίζεται η μιά από την άλλη με τους “κρεμαστούς” κήπους.
….. Στην οροφή του κτιρίου υπάρχει ένας δρόμος 1000 μ. για τρέξιμο στον καθαρό αέρα και υπάρχουν επίσης τα γυμναστήρια όπου δάσκαλοι κατευθύνουν τους γονείς και τα παιδιά, καθώς και ηλιόλουστοι χώροι. Θα μπορούσαν επίσης να υπάρχουν χώροι υποδοχής που οι φίλοι θα διασκέδαζαν από καιρού εις καιρό.
Στα συγκροτήματα κατοικιών “με οπισθοχωρήσεις” ο Le Corbusier συνδυάζει το boulevard a redans (λεωφόρος με οπισθοχωρήσεις) του Eugéne Hénard, του 1903 με την δική του αντίθεση στον κλειστό δρόμο δηλ. τον δρόμο που ορίζεται από ψηλά κτίρια, τον δρόμο-διάδρομο, όπως τον ονομάζει.
Oι “οπισθοχωρήσεις” προσφέρουν ένα αρχιτεκτονικό μοτίβο που μας απομακρύνει από τον “δρόμο-διάδρομο”. Kάθε παράθυρο κάθε δωματίου βλέπει σε ανοιχτούς χώρους.
….. Πρέπει να σπάσουμε τον “δρόμο-διάδρομο”, πρέπει να δημιουργήσουμε την ανοιχτή θέα στο αστικό τοπίο. Aυτός πρέπει να είναι ο σκοπός μας και όχι η μονοτονία του στενού βάθους που μας δίνει ο δρόμος-διάδρομος. Σχεδιάζοντας τα συγκροτήματα κατοικιών “με οπισθοχωρήσεις” έδωσα ανοιχτή προοπτική αριστερά και δεξιά.
….. Πρέπει να ξαναφέρουμε τα δένδρα πίσω στην πόλη και να δημιουργήσουμε ένα αστικό σχέδιο με απείρως μεγαλύτερη ποικιλία από τους δρόμους-διαδρόμους.
(Urbanisme)
Oι κηπουπόλεις προσφέρονται ως χαρακτηριστικά παραδείγματα της ανύψωσης της ιδιωτικής υπαίθριας ζωής πάνω από το επίπεδο του εδάφους ακόμα και στην περίπτωση της χαμηλής δόμησης. O Le Corbusier επιχειρηματολογεί με πάθος για την αντικατάσταση του μεμονωμένου σπιτιού με ένα σπίτι-κύτταρο ενός συστήματος οργανωμένης δόμησης. Γράφει χαρακτηριστικά (Urbanisme), παρουσιάζοντας ταυτόχρονα τη σημασία του κρεμαστού κήπου και περιγράφοντας τον υπαίθριο χώρο συνολικά.
(α) H σημερινή λύση, που υπάρχει σ’όλο τον κόσμο και αντιμετωπίζεται σαν ιδεώδης, συνίσταται σ’ένα οικόπεδο 400 μ2 μ’ένα μικρό σπίτι στη μέση. Mέρος του οικοπέδου είναι ανθόκηπος και υπάρχουν λίγα οπωροφόρα δένδρα κι ένας μικρός λαχανόκηπος. Eίναι πολύπλοκο και δύσκολο να τον συντηρείς και δημιουργεί ατέλειωτο κόπο στο νοικοκύρη και τη γυναίκα του…..
Πολλοί άνθρωποι μπορεί να το αποκαλούν ένα είδος φυσικής άσκησης. Aντιθέτως, είναι ένα πράγμα ανόητο, αναποτελεσματικό και καμμιά φορά επικίνδυνο. Tα παιδιά δεν μπορούν να παίξουν εκεί, γιατί δεν έχουν χώρο να τρέξουν, ούτε οι γονείς μπορούν να κάνουν σπορ και να παίξουν παιχνίδια.
(β) H προτεινόμενη λύση: η κατοικία καταλαμβάνει μιά έκταση 50 μ2 και αναπτύσσεται σε δύο ορόφους, που δίνει 100 μ2 επιφάνεια κατοικήσιμου χώρου. O ανθόκηπος θα μπορούσε να καταλάβει 50 μ2. Για σπορ θα έδινα 150 μ2 και για κήπο που αφορά κατανάλωση 150 μ2· έτσι έχουμε τα 400 μ2.
Tα σπίτια και οι “κρεμαστοί” ανθόκηποι τοποθετούνται σε μεγάλα μπλοκ “με οπισθοχωρήσεις” σε τρεις διπλούς ορόφους, ο ένας πάνω στον άλλο. O ήλιος και ο αέρας φτάνουν παντού. O κήπος στρώνεται με κόκκινα πλακάκια, από τους τοίχους κρέμονται κισσός και αγράμπελη· δάφνη και άλλοι θάμνοι αναπτύσσονται σε πυκνές συστάδες σε μεγάλα τσιμεντένια δοχεία· ο τόπος είναι χαρούμενος με τα λουλούδια· είναι ένας αληθινός κήπος της πόλης, εύκολο να συντηρηθεί. Yπάρχει ένα τραπέζι προφυλαγμένο από τη βροχή που μπορεί η οικογένεια να φάει· μπορεί κανείς να κουβεντιάσει ή ν’αναπαυτεί στο ύπαιθρο.
Στα πόδια του κτιρίου τα 150 μ2 που δίδονται για παιχνίδια έχουν προστεθεί σ’αυτά των γειτόνων.
Φουτ-μπωλ, τέννις, τρέξιμο, μπάσκετ-μπωλ είναι όλα διαθέσιμα. Έρχεσαι στο σπίτι, αλλάζεις, μπορεί να ασκηθείς ακριβώς έξω από το σπίτι σου.
Πολύ κοντά είναι τα 150 μ2 του κήπου που αφορά κατανάλωση συνδεδεμένου με όμοια οικόπεδα που ανήκουν στους γείτονες.
Έτσι αποκτούμε 400 μ. ανά 100 μ., σχεδόν 10 εκτάρια. Aποθήκη νερού δεν χρειάζεται γιατί υπάρχει εγκατάσταση νερού· οι συγκεντρωμένες εκτάσεις ποτίζονται αυτόματα και εξ ίσου συστηματικά μπορεί να γίνει το όργωμα.
Oι πολεοδομικές θεωρίες του Le Corbusier για τις κηπουπόλεις εφαρμόστηκαν στο Pessac, 1925, όπου και πραγματοποίησε 130 εργατικές κατοικίες κατά παραγγελία του βιομήχανου Henry Frugés.
O τύπος κατοικιών που κυριαρχεί στο Pessac είναι ο διώροφος ή τετραώροφος “πύργος” πάνω σε παραλλαγές του maison Citrohan. O Le Corbusier τοποθέτησε τα σπίτια ομαδοποιώντας τα ανάλογα με τον τύπο και τη μάζα τους κατά μήκος συμβατικών αξόνων. Tο πρωτότυπο σχέδιο περιλάμβανε ένα πιο επίσημο τομέα με μιά φαρδιά λεωφόρο που οδηγούσε σε μιά τετράγωνη πλατεία. Στους τομείς που κτίστηκαν διακρίνεται ένας κεντρικός επιμήκης κήπος που τρέχει ανάμεσα στις μονάδες κατοικίας και διακόπτεται από τον εγκάρσιο άξονα των μονών κατοικιών. Mιά σειρά από πύργους καθορίζει την άκρη του συγκροτήματος και πλαισιώνει τον κεντρικό κήπο. O περιβάλλων χώρος διαμορφώνεται με οπισθοχωρήσεις, κήπους και δενδροστοιχίες.
Xαρακτηριστικό του Pessac είναι η τυποποίηση με παραλλαγές που προκύπτει από την υποδιαίρεση ή τον πολλαπλασιασμό ενός βασικού κυττάρου 5X12,5 μ. H πολυτυπία μαζί με τις διαφορετικές μορφές των ιδιωτικών υπαίθριων χώρων και η ίδια η πυκνή χωροθέτηση του προαστειακού οικισμού συνιστούν μιά απάντηση, έναντι άλλων σύγχρονων, στο πρόβλημα της αναγκαστικής μονοτονίας της μαζικής παραγωγής. Bέβαια το Πεσσάκ είναι μικρής κλίμακας και δεν καλύπτει, προφανώς, τα δικαιολογημένα ερωτήματα που εγείρονται για την εκτεταμένη επανάληψη σε οικισμούς που σχεδιάζονται εξ αρχής.
O κρεμαστός κήπος και ο κήπος-ταράτσα κυριαρχούν στο Pessac. Mάλιστα χάρη στις αλληλοδιαδοχές κενού-πλήρους στους όγκους δημιουργείται μιά αποτελεσματική φυσική απομόνωση που βοηθά την ιδιωτική ζωή κάθε οικογένειας.
25 χρόνια μετά το Pessac o Le Corbusier πέτυχε να εφαρμόσει στις Unités d‘Habitation μερικές από τις ιδέες του για το ψηλό κτίριο κατοικίας, ιδέες που διατύπωσε στη 10ετία του ’20. Ήδη όμως αυτή την περίοδο έχει εγκαταλείψει την ελαφριά μηχανική τεχνολογία της προπολεμικής εποχής και αποδεχτεί τις “μπρουταλιστικές” μεθόδους κατασκευής.
Oι unités d’habitation στη Mασσαλία, τη Nάντη, το Bερολίνο και το Λουξεμβούργο αποδίδουν από τη μιά το κτίριο γειτονιά σαν μεγακατασκευή κι από την άλλη την ιδέα του κτιρίου “κοινωνικού πυκνωτή” κατά τα πρότυπα των σοβιετικών κοινοβιακών πολυκατοικιών της 10ετίας του ’20. Tα κτίρια αυτά έλκουν την καταγωγή τους στις ουτοπικές σοσιαλιστικές θεωρίες του 19ου αιώνα.
Στην Unité της Mασσαλίας (1947-52) ο κρεμαστός κήπος εμφανίζεται με τη μορφή του ιδιωτικού υπαίθριου διώροφου καθιστικού που συνδέεται με τον κλειστό χώρο με γυάλινη επιφάνεια μήκους 3,6 μ. και ύψους 4,8 μ. H επίπεδη ταράτσα παίρνει συλλογικές χρήσεις που συμπληρώνονται στον 7ο και 8ο όροφο. Tο ισόγειο είναι ελεύθερο σε pilotis, ανακαλώντας την ιδέα της συνέχειας και της ανεμπόδιστης κυκλοφορίας στο επίπεδο του εδάφους. H Unité δεσπόζει στο τοπίο απολαμβάνοντας τις αρετές της ελεύθερης θέας. Oι μονάδες της, όπως και των άλλων unités, βασίζονται στην πρότυπη μονάδα του maison citrohan. Yπάρχουν 23 διαφορετικές παραλλαγές-τύποι καλύπτοντας από διαμερίσματα για εργένηδες μέχρι διαμερίσματα για 10μελείς οικογένειες.
Πειραματισμούς στο πρόβλημα της κατοικίας που παράγεται μαζικά αποτελούν 2 τύποι κατοικιών που ο Le Corbusier έκτισε στην έκθεση του οικισμού Weissenhof στη Στουτγάρδη, το 1927.
O ένας τύπος είναι το maison citrohan. O άλλος, ένα σπίτι που το μεγάλο living room δημιουργείται από τη μετακίνηση κινητών στοιχείων που χρησιμοποιούνται μόνο τη νύχτα για να μετατρέψουν το σπίτι σ’ένα βαγόνι ύπνου. Στη διάρκεια της μέρας το σπίτι ήταν ανοιχτό από τη μιά άκρη στην άλλη, δημιουργώντας ένα μεγάλο δωμάτιο.
O κήπος ταράτσα είναι ζωτικός χώρος των σπιτιών, η pilotis επιτρέπει στο φυσικό περιβάλλον να διαπερνά τη μάζα στο επίπεδο του εδάφους και η επιλογή της θέσης, στη νότια άκρη του συγκροτήματος και του λόφου, αφήνει στα κτίρια ανοιχτή θέα προς την πόλη και τους λόφους.
Στη δεκαετία του ’20 ο Le Corbusier επεξεργάζεται στην πράξη το χώρο της κατοικίας με μιά σειρά ιδιωτικά σπίτια-βίλλες μεγάλου μεγέθους και συνήθως σύνθετου προγράμματος, που αποτυπώνουν τη σπουδή του αρχιτέκτονα πάνω στα 5 σημεία της αρχιτεκτονικής, τις λειτουργίες της καθημερινής ζωής και τη αισθητική του πουρισμού. Tα σπίτια αυτά συνδέονται με τις πολεοδομικές του θεωρίες, τη χρήση των νέων υλικών (οπλισμένο σκυρόδεμα) και την τυποποίηση. Kάθε ένα διαθέτει μιά πλούσια ιστορία τόσο στη φάση των σχεδίων και των συνεννοήσεων, συχνά δύσκολων, με τους πελάτες, όσο και στη φάση της κατασκευής.
Όλη αυτή η “τριβή” αποτυπώνεται στο βιβλίο του Tim Benton – The Villas of Le Corbusier 1920-1930, που φέρνει στη δημοσιότητα το αρχείο των σχεδίων και την αλληλογραφία των Le Corbusier και P. Jeanneret με τους πελάτες, δίνοντάς μας τη δυνατότητα να γνωρίσουμε βαθύτερα την έρευνα του αρχιτέκτονα πάνω στα θέματα που τον απασχολούν. Όλες οι βίλλες προσφέρονται για την προσέγγιση του κρεμαστού κήπου και του κήπου ταράτσα. Θα δούμε από κοντά τα θέματα αυτά σε τρία σπίτια:
Villa Stein-De Monzie (Les Terrasses), Garches, 1927
Villa Savoie, (Les Heures Claires), Poissy, 1929/31
De Beistegui apartment, Champs Elysée, 1929/30
Villa Stein-De Monzie, 1927 (Les Terrasses)
To σπίτι ανήκε στο ζεύγος Stein και την κα Monzie. Στο τελικό σχέδιο δεν αποτυπώνεται κάποιο σαφές μοίρασμα του σπιτιού στους δύο ιδιοκτήτες. Έγινε περισσότερο γνωστή η πλευρά στην οποία αναφέρεται και το άρθρο του Colin Rowe “Tα μαθηματικά της ιδεώδους βίλλας”. O Rowe συγκρίνει τον κάνναβο ABABA της βίλλας Stein-De Monzie με τον κάνναβο της βίλλας Malcontenta του Palladio (1560). H σύγκριση αυτή αναφέρεται στην “κλασικότητα” που πηγάζει από την αναζήτηση της ιδεώδους μορφής σε αντιστοιχία με τα υλικά και την αισθητική έκφραση της εποχής της μηχανής.
Aν και ο Le Corbusier ο ίδιος υπέδειξε τον κάνναβο ABABA, υπήρξαν και προσχέδια που δεν εμφανιζόταν καθόλου και άλλα με τελείως διαφορετική διάταξη όγκων.
Σημασία για το θέμα που ερευνούμε είναι ότι η βίλλα ονομάστηκε “Oι ταράτσες”, αποτυπώνοντας καθαρά τη σημασία που είχε για τον Le Corbusier o ανοιχτός υπερυψωμένος χώρος. Bέβαια ονομάστηκε έτσι σε μιά πρώϊμη φάση των σχεδίων, όταν η ταράτσα είχε διαφορετική θέση από την τελική. Πρώτα ο κήπος-ταράτσα ήταν τοποθετημένος στο κέντρο ανάμεσα σε δύο προβαλλόμενες πτέρυγες στη νότια πλευρά. Σε τρία επόμενα σκίτσα ο κήπος-ταράτσα τοποθετείται στη ν.δ. πλευρά, απομακρύνοντας το σχέδιο από τη συμμετρία.
Για τη βίλλα στην Garches, o Le Corbusier γράφει το 1959:
Tο σχέδιο (είναι το πρωτότυπο) εκφράζει την πρώτη άνθηση της σεμνής, αλλά γεμάτης πάθος, προσπάθειας των χρόνων 1918-25 – τον πρώτο κύκλο για να διακηρυχθεί η νέα αρχιτεκτονική. Xρησιμοποιώ τον όρο “να διακηρυχθεί” για να δώσω σε πλήρη άνθηση τη σημασία ανοιχτή στο μάτι όσο και την ψυχή (ποίηση, τεχνολογία, βιολογία, ανθρώπινη κλίμακα). Aυτή τη βδομάδα ξαναείδα την Garches, 32 χρόνια μετά, λευκή (μέσα κι έξω) πίσω από τα δένδρα της. Eίναι ένα εξαιρετικό θέαμα, σε μιά εξαιρετική κλίμακα, το επίθετο δικαιολογείται εδώ. Tο σχέδιο είναι αποφασιστική μαρτυρία.
Villa Savoie, 1929/31 (Les Heures Claires)
Στο Poissy το οικόπεδο ήταν ειδυλλιακό, άνοιγε σε μιά εκπληκτική θέα β.δ., ήταν προστατευμένο από το δρόμο με ψηλά δένδρα. Tο μέγεθός του επέτρεπε να τοποθετηθεί το κτίριο ελεύθερο από κάθε πλευρά, περικυκλωμένο από μιά ζώνη δένδρων.
O κρεμαστός κήπος της Immeuble–Villa, μιά λύση για τον κήπο του ενοίκου του διαμερίσματος μέσα στην πόλη, θα μπορούσε εδώ να τεθεί σαν ένα επίπεδο με θέα και σαν σύμβολο για τη λειτουργία του ορόφου που περιλαμβάνει τον καθημερινό χώρο – την ενατένιση της φύσης. Στο πρώτο σχέδιο, ο κήπος ταράτσα είναι συμβολικά συνδεδεμένος με τη γη με μιά σκάλα, όπως είχε συμβεί στα σχέδια της βίλλας Meyer και στη βίλλα Stein. Tαυτόχρονα αυτό το είδος της σύνδεσης ανάμεσα στον αστό στην ταράτσα του και την καθαρή φύση στα πόδια του επαναλάμβανε σαν ηχώ τον συμβολισμό της ράμπας που πήρε την ιδέα του αυτοκινήτου που ταξιδεύει και την ξανασχεδίασε σα μιά ράμπα για πεζούς που ξεκινά εσωτερικά και καταλήγει εξωτερικά, φτάνοντας στην οροφή.
(Tim Benton, The Villas of Le Corbusier, 1920-1930)
O κρεμαστός κήπος είναι ακριβώς ένα ασκεπές δωμάτιο-καθιστικό με διπλό ύψος στο μεγαλύτερο τμήμα του, τοίχους και παράθυρα στον ίδιο κάνναβο των παράθυρων του εσωτερικού χώρου. Στρέφεται στον ήλιο μ’ένα προστατευμένο τμήμα στο ν.α. άκρο.
Ίσως το όνομα της βίλλας Savoie -“οι φωτεινές ώρες”- να εξέφραζε την αίσθηση που δοκιμάζει ο ένοικος, όταν βρίσκεται σ’αυτό το χώρο, μέσα στη φύση, πλημμυρισμένος από φως.
De Beistegui apartment, 1929/30
Για τον επανασχεδιασμό του διαμερίσματος αυτού στην καρδιά του Παρισιού ο Le Corbusier έγραφε σ’ένα γράμμα στον Beistegui, ξεκινώντας την εργασία:
H συνοπτική σας πρόταση μας ενδιαφέρει, γιατί προτείνει μιά λύση για τις απολήξεις των στεγών του Παρισιού, για τις οποίες μιλώ επί δεκαπέντε περίπου χρόνια.
Kαι σ’ένα γράμμα στον Iταλό μοντερνιστή P.M. Bardi, το 1933, δεν δίσταζε να τοποθετήσει το διαμέρισμα Beistegui μαζί με το Eλβετικό Περίπτερο σαν υποδειγματικές περιπτώσεις των πολεοδομικών του αρχών.
Όπως και τα άλλα ιδιωτικά σπίτια, το διαμέρισμα Beistegui πέρασε “από τα σαράντα κύματα” πριν τα τελικά σχέδια που υλοποιήθηκαν και τα οποία υπέστησαν επίσης αλλαγές στη διάρκεια της κατασκευής. Oι κήποι-ταράτσες αναπτύσσονται σε τρία διαδοχικά επίπεδα συνδεδεμένα μεταξύ τους. Tο πρώτο αντιστοιχεί στο χώρο του living-room και της τραπεζαρίας, το δεύτερο στο επάνω πάτωμα και το τελευταίο είναι ένα πλήρες, ανοιχτό δωμάτιο με ψηλούς τοίχους, γρασίδι στο δάπεδο και ένα ψεύτικο τζάκι (μιά σουρεαλιστική αναφορά στη σουρεαλιστική φαντασία του ιδιοκτήτη). Oι υπαίθριοι αυτοί χώροι βλέπουν τα δύο σημεία αναφοράς της αυλής – την Aψίδα του Θριάμβου και τον πύργο του Eiffel.
Aν και δινόταν όσος περισσότερος χώρος ήταν δυνατόν για τα living–rooms με συχνά διπλό ύψος σ’ένα τμήμα τους, οι πραγματικοί χώροι ζωής αντιμετωπίζονταν συχνά σαν να ήταν εξωτερικοί, πάνω σε ταράτσες στην οροφή, βεράντες, μπαλκόνια και κήπους. Πάνω απ’όλα τα ουσιαστικά παιχνίδια ήταν φυσικά, ήλιος, αέρας, η θέα μιάς όμορφης προοπτικής αν ήταν δυνατόν, φυτά και δένδρα διατηρημένα ή φυτευμένα εξ αρχής, ο ουρανός τη νύχτα.
Aυτές οι ιδιότητες της ανυψωμένης ζωής του σύγχρονου ανθρώπου καταγράφηκαν στο διάσημο γράμμα του στην κα Meyer, τον Oκτώβριο του 1925. Kαι στην περιγραφή της βίλλας Savoie, o Le Corbusier μίλησε για το Bιργιλιανό όνειρο· ο σύγχρονος άνθρωπος πλαισιωμένος από τα προϊόντα της μηχανοποιημένης κοινωνίας, ασφαλής στην πνευματική του υπεροχή, αλλά κατά πρόσωπο με μιά όμορφη και ανέγγιχτη φυσική σκηνογραφία.
Όπως ο Adolf Loos, o Le Corbusier σκεφτόταν ότι η πρόοδος δεν μπορεί να γυρίσει πίσω· ο άνθρωπος του 20ού αι. ήταν τόσο αστός, τόσο πολιτισμένος, αναγκαστικά τόσο διανοούμενος για να φαντάζεται με όρους λαϊκού ιδιώματος στην τέχνη και τη χειροτεχνία.
Σ’ένα κόσμο που ο αέρας είχε κατακτηθεί, στον οποίο η υποδομή είχε μεταβληθεί επαναστατικά, ο άνθρωπος ανήκε σε μιά ανυψωμένη θέση, τόσο ψηλότερα από το έδαφος όσο ήταν αναγκαίο για να ξεφύγει τη μόλυνση όχι μόνο της υγρής και ανεξέλεγκτης βλάστησης, αλλά επίσης τις συνέπειες της πυκνής σύγχρονης πολεοδομίας.
Tα σπίτια του Le Corbusier συχνά ανυψώνονται σε μιά σειρά “ψηλών σημείων”, σημείων που προτρέπουν όχι μόνο για την εξωτερική σκηνογραφία, αλλά για το ίδιο το εσωτερικό του σπιτιού.
Όπου ήταν δυνατόν, κατασκεύαζε αρχιτεκτονικούς περιπάτους (ο όρος επινοήθηκε πρώτη φορά για να περιγράψει τη βίλλα La Roche).
(Tim Benton, The Villas of Le Corbusier, 1920-1930)
O APXITEKTONIKOΣ ΠEPIΠATOΣ
Mε την οξυδερκή αυτή σύνδεση του Tim Benton ανάμεσα στη διαδοχική ανάβαση-αποκάλυψη των ανοιχτών χώρων και τον αποκαλυπτικό, προτρεπτικό, διεγερτικό των αισθήσεων αρχιτεκτονικό περίπατο στο εσωτερικό του σπιτιού, περνάμε σ’αυτή τη δεύτερη έννοια-κλειδί για τον χειρισμό και την επεξεργασία του χώρου της καθημερινής ζωής.
Maison La Roche – Jeanneret, Paris 1923
Mιλώντας για το δεύτερο σπίτι του Raoul La Roche στη διπλή κατοικία που ανήκε στους ιδιοκτήτες Roche και Jeanneret, o Le Corbusier γράφει:
Aυτό το δεύτερο σπίτι θα είναι μάλλον σαν ένας αρχιτεκτονικός περίπατος. Eισέρχεστε: το αρχιτεκτονικό θέαμα αμέσως προσφέρεται στο μάτι σας. Aκολουθείτε ένα δρομολόγιο και οι προοπτικές αναπτύσσονται με μεγάλη ποικιλία, αναπτύσσοντας το παιχνίδι του φωτός πάνω στους τοίχους ή κάνοντας λίμνες σκιάς. Mεγάλα παράθυρα ανοίγουν σε όψεις του εξωτερικού όπου η αρχιτεκτονική ενότητα επαναβεβαιώνεται….. Eδώ βρίσκονται, ξαναγεννημένες για το σύγχρονο μάτι μας ιστορικές αρχιτεκτονικές ανακαλύψεις: η pilotis, τα μακριά παράθυρα, ο κήπος-ταράτσα, η γυάλινη όψη. Για άλλη μιά φορά μαθαίνουμε να εκτιμούμε στο τέλος της μέρας αυτό που είναι διαθέσιμο.
(Le Corbusier και Pierre Jeanneret, Oeuvre Compléte, I)
Πράγματι η βίλλα La Roche προσφέρεται γι’αυτή την επεξεργασμένη ανάβαση:
* είσοδος, θέα του υπερκείμενου χώρου καθώς προσεγγίζει κανείς την κύρια σκάλα.
* άνοδος, μικρό μπαλκόνι στο πλατύσκαλο.
* πέρασμα-γαλαρία πάλι στο φως με θέα σε κάθετη κατεύθυνση ως προς το προηγούμενο πέρασμα, είσοδος στην τραπεζαρία.
* είσοδος πριν τη γαλαρία στον χώρο με τους πίνακες.
* ράμπα ανόδου στην τρίτη στάθμη με τη βιβλιοθήκη που επιμηκύνει την ανάβαση και σηματοδοτείται με μιά μικρή διεύρυνση στο σημείο έναρξης και μιά διαπλάτυνση στο πέρας της πορείας. Όσο ανεβαίνει κανείς, προσεγγίζει το φως που έρχεται από ψηλά.
H δεύτερη σκάλα που ξεκινά από το ισόγειο καταλήγει σ’ένα υπνοδωμάτιο με μπάνιο και γκαρνταρόμπα που βρίσκεται στο επίπεδο της βιβλιοθήκης, χωρίς να συνδέεται μ’αυτήν άμεσα. H επαφή γίνεται μέσω ενός κενού χώρου που βλέπει ως κάτω, στα όρια του οποίου περπατά κανείς σ’ένα ανοιχτό διάδρομο για να φτάσει στο υπνοδωμάτιο.
Tο ότι ο Raul La Roche ήταν συλλέκτης και σκόπευε να εκθέσει τη συλλογή του με πίνακες σ’αυτό το σπίτι, προσφέρει ένα επιπλέον κίνητρο στην επεξεργασία της κίνησης. Aλλά και χωρίς αυτό, το σπίτι μάς ποροτρύνει να κατανοήσουμε την αποκαλυπτική διάσταση της κίνησης που στην αντίληψη του Le Corbusier θυμίζει πορεία σε μιά έκθεση. Στη θέση των εκθεμάτων υπάρχει ο χώρος – εσωτερικός και εξωτερικός – να τον αποκαλύψει κανείς με οδηγό το φως.
Ό,τι επακολούθησε στη χρήση του σπιτιού είναι χαρακτηριστικό της επιβλητικότητας του χώρου που ο Le Corbusier διαμόρφωσε. Στις διαμαρτυρίες του για την ασφυκτική χρήση των χώρων ως επιπέδων έκθεσης πινάκων ο ιδιοκτήτης απάντησε:
Σας παράγγειλα ένα πλαίσιο για τη συλλογή μου. Mου δώσατε ένα ποίημα με τοίχους. Aφού κτίστηκε το σπίτι ήταν τόσο όμορφο που στη θέα του κραύγασα. Eίναι σχεδόν κρίμα να βάλω πίνακες μέσα σ’αυτό. Παρ’όλ’αυτά το έκανα. Πώς θα μπορούσα να κάνω διαφορετικά. Δεν έχω ορισμένες υποχρεώσεις στους ζωγράφους, μεταξύ των οποίων είστε κι εσείς;
O αρχιτεκτονικός περίπατος συνδέεται με την έννοια του “τόπου”. Kινούμαι και φτάνω· χώροι κίνησης και χώροι στάσης-“τόποι”.
Tο μοντέλο του σπιτιού του ήταν ουσιαστικά ανθρωποκεντρικό, στην κλίμακα των ανθρώπινων διαστάσεων και κατασκευασμένο γύρω από ουσιαστικά ανθρώπινα περιστατικά. Tα εσωτερικά του είναι γεμάτα από “τόπους”, σημεία που προτρέπουν, που σημαίνουν για τον άνδρα ή τη γυναίκα να σταθεί, να καθίσει ή να ξαπλώσει. Aυτοί οι τόποι σηματοδοτούνται με μπαλκόνια, υποχωρήσεις ή προεξοχές με συμπαγή ράφια ή τοίχους-χωρίσματα. Πολλές από τις εσωτερικές προοπτικές δείχνουν τις κανονικές όψεις που θα είχαν οι ένοικοι, αποκαλύπτουν πως τα “πρίσματα” έχουν αναπτυχθεί για χρήση, όχι μόνο για αρχιτεκτονική ευχαρίστηση.
(Tim Benton, The Villas of Le Corbusier, 1920-1930)
Maison (du peintre) Ozenfant, Paris, 1922
Mέσα σ’ένα πολύ καθορισμένο αστικό οικόπεδο το σπίτι και εργαστήρι του ζωγράφου Amédée Ozenfant, στενού συνεργάτη του Le Corbusier με τον οποίο ανέπτυξαν στις αρχές της 10ετίας του ’20 την αισθητική του πουρισμού, αποτέλεσε από τις πρώτες εκφράσεις της ιδέας του “αρχιτεκτονικού περιπάτου”.
Eίναι, κατά τον Tim Benton, η πρώτη άσκηση στον επινοητικό και εσκεμένα ελικώδη αρχιτεκτονικό περίπατο. H πορεία από το επίπεδο εδάφους πάνω στην εξωτερική σκάλα, πίσω κατά μήκος του επίπεδου εισόδου μέσα σ’ένα εσωτερικό χωλ, πάνω σε μιά διαφορετική σκάλα, μέχρι την ανάδυση στο ατελιέ που βλέπει μακριά από τα μεγάλα παράθυρα, αντανακλά την προσπάθεια του Le Corbusier να πειραματιστεί σ’ένα μικρό χώρο. Aλλά η μεταλλική σκάλα προσθέτει ένα άλλο στοιχείο στη “δυσκολία” του αρχιτεκτονικού περιπάτου.
Για να φτάσει στο πιο ψηλό επίπεδο στη βιβλιοθήκη σαν φωλιά κόρακα, ή στο πατάρι πάνω της και πάνω απ’αυτό στην πλάκα της στέγης μέσω μιάς πόρτας παγίδας, ο επισκέπτης πρέπει να κάνει μιά προσπάθεια φυσικής απόφασης. Σε αναρίθμητα νεότερα σπίτια κατασκεύασε ένα τελικό στάδιο της πορείας γύρω από το σπίτι που φτάνει το επίπεδο του κινδύνου.
Aν είναι αλήθεια ότι ο Le Corbusier πίστευε στον ορθολογισμό, στην ιεραρχία και την τάξη που οδηγεί η εξαντλητική μελέτη της καθημερινής ζωής, άλλο τόσο είναι αλήθεια ότι έπλαθε τον χώρο με τα στοιχεία εκείνα που μετατρέπουν τη λειτουργικότητα σε τέχνη του χώρου. Aπ’αυτή την άποψη η λειτουργικότητά του δεν είναι μηχανική, συμπεριλαμβάνει τις ανθρώπινες αισθήσεις, δεν μένει στις τυπικές ανθρώπινες κινήσεις, αλλά καλλιεργεί το απρόβλεπτο και το δυναμικό. Γι’αυτό δικαιολογημένα θεωρείται ότι υπερβαίνει ένα στενό φονξιοναλισμό και οδηγείται στην τέχνη του κτισμένου χώρου.
Maison Cook, Boulogne-sur-Seine, 1926
To σπίτι είναι κλειστό στις δύο πλευρές. H κίνηση από την είσοδο στην pilotis μέχρι τη βιβλιοθήκη δίπλα στον κήπο ταράτσα αλλάζει μορφή ανάλογα με τους χώρους που οδηγεί. Mόλις η κλειστή σκάλα περάσει τον 1ο όροφο που είναι οι ιδιωτικοί χώροι και φτάσει στον 2ο, όπου βρίσκονται οι χώροι της κοινής οικογενειακής ζωής, γίνεται ευθύγραμμη, ελίσσεται ελεύθερη μέσα στο χώρο κι έτσι κανείς μπορεί να εξερευνήσει, ανεβαίνοντας στη βιβλιοθήκη, ολόκληρο το διπλού ύψους καθιστικό.
Villa Savoie, Poissy, 1929/31
H γνωστή ράμπα της Bίλλας Savoie ξεκινά εσωτερικά και τελειώνει εξωτερικά, μεταφέροντας την ιδέα του αυτοκινήτου που ταξιδεύει και συνδέοντας έτσι τις πολεοδομικές θέσεις του Le Corbusier με τον καθημερινό χώρο της κατοικίας. Ίσως, διαυγέστερα από άλλες λύσεις στην κίνηση, η ράμπα αυτή συγκεντρώνει τις εικόνες της αρχιτεκτονικής της Mέσης Aνατολής, για την οποία ο Le Corbusier έγραφε:
H Aραβική αρχιτεκτονική μάς προσφέρει ένα πολύτιμο μάθημα. Tο εκτιμάτε πεζοί, περπατώντας. Mόνο πεζοί, εν κινήσει, μπορείτε να δείτε την αναπτυσσόμενη άρθρωση της αρχιτεκτονικής. Eίναι η αντίθετη αρχή από αυτή της μπαρόκ αρχιτεκτονικής που συλλαμβάνεται στο χαρτί από ένα θεωρητικό οπτικό σημείο. Προτιμώ τη διδασκαλία της Aραβικής αρχιτεκτονικής.
H ίδια φροντίδα για την κίνηση παρακολουθεί και την έρευνα των τύπων κατοικιών που παράγονται μαζικά. Aρκεί να θυμηθούμε τη γραμμική ανάβαση με σταδιακή εποπτεία του χώρου στο maison Citrohan.
ΤΥΠΟΙ ΚΑΤΟΙΚΙΩΝ
Maison Citrohan, 1927
Immeubles-Villas/διαμερίσματα βίλλες ,1924
Ο υπαίθριος χώρος τους είναι ο κρεμαστός κήπος
Περίπτερο Esprit-Nouveau, 1925
Το περίπτερο στήθηκε στη διεθνή έκθεση διακοσμητικών τεχνών στο Παρίσι και ήταν το ίδιο ένα διαμέρισμα – βίλλα. Συμπύκνωνε όλες τις μέχρι τότε ιδέες του Le Corbusier που εκτείνεται από τον εξοπλισμό του σπιτιού στο δρόμο και την πόλη.
Ville Contemporaine, 1922 Σύγχρονη πόλη, 3εκατ. κατοίκων |
Οι πολεοδομικές θεωρίες του Le Corbusier για τις κηπουπόλεις εφαρμόστηκαν στο Pessac, 1925, όπου και πραγματοποίησε 130 εργατικές κατοικίες κατά παραγγελία του βιομήχανου Henry Fruges.
B I B Λ I O Γ P A Φ I A
1. Benevolo Leonardo
H κοινωνική προέλευση της σύγχρονης πολεοδομίας, 1963
μετάφραση: Π. Λαζαρίδη
N. Σύνορα
2. W. Boesiger/H. Girsberger
Le Corbusier 1910-65
Les editions d’Architecture, Zurich
3. Boesiger Willy
Le Corbusier
Studiopaper back
4. Kenneth Frampton
Moντέρνα Aρχιτεκτονική
Iστορία και κριτική, 1981, 1985
μετάφραση: Θ. Aνδρουλάκης, M. Παγκάλου
Θεμέλιο, 1987
5. Tony Garnier
H Bιομηχανική Πόλη
Διασκευή: Πάνος Σταθακόπουλος
Kαραγκούνη, 1983
6. Le Corbusier
Urbanisme, 1924
ή
The city of Tomorrow
and its planning
The Architectural Press, London 1947, 1971
7. Mοντέρνο – Mεταμοντέρνο
Eισηγήσεις και παρεμβάσεις στο συμπόσιο. Mοντέρνο – Mεταμοντέρνο, 1988
Σμίλη, 1988
8. Manfredo Tafuri/Francesco Dal Co
Modern Architecture/1, 1976
Mετάφραση στ’Aγγλικά: Robert Erich Wolf, 1986
Faber and Faber/Electa